καθαρίζω — cleanse pres subj act 1st sg καθαρίζω cleanse pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίζω — καθαρίζω, καθάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
καθαρίζω — καθάρισα, καθαρίστηκα, καθαρισμένος 1. αφαιρώ ρύπους ή κηλίδες, κάνω κάτι καθαρό, παστρεύω, πλύνω: Καθάρισα τα πιάτα. 2. απαλλάσσω κάτι από άχρηστες ή επιβλαβείς ουσίες: Καθάρισα το στάρι απ την ήρα. 3. σαρώνω, σκουπίζω: Καθάρισα την αυλή. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαρίζετε — καθαρίζω cleanse pres imperat act 2nd pl καθαρίζω cleanse pres ind act 2nd pl καθαρίζω cleanse imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίσουσι — καθαρίζω cleanse aor subj act 3rd pl (epic) καθαρίζω cleanse fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθαρίζω cleanse fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίσω — καθαρίζω cleanse aor subj act 1st sg καθαρίζω cleanse fut ind act 1st sg καθαρίζω cleanse aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεπανίζω — καθαρίζω έναν χώρο από τις αράχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + πανίζω «καθαρίζω» (< πανί)] … Dictionary of Greek
καθαριεῖ — καθαρίζω cleanse fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καθαρίζω cleanse fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριζομένων — καθαρίζω cleanse pres part mp fem gen pl καθαρίζω cleanse pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριζόμεθα — καθαρίζω cleanse pres ind mp 1st pl καθαρίζω cleanse imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)